γύφταρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γύφταρος < γύφτ(ος) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈʝi.fta.ɾos/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γύφταρος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γύφταρος
|
γύφταρος αρσενικό
|