Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γύαλον  : ομόρριζο των ἐγγύη, ἐγγυαλίζω, γυαλός, γυρός, γυλιός και ίσως του γύης


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γύαλον ουδέτερο
  1. θώρακας
  2. κοίλωμα, σπήλαιο
  3. το κοίλο του αγγείου
  4. στον πληθυντικό, φαράγγι, χαράδρα