γυφτόπουλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γυφτόπουλο ουδέτερο (το τύποις θηλυκό γυφτοπούλα αναφέρεται συνηθως σε μεγαλύτερης ηλικιας κορίτσι)
- το μικρό παιδί που κατάγεται από Ρομά, συνήθως το αγόρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυφτόπουλο
|