γυναικόφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γυναικόφωνος < αρχαία ελληνική γυναικόφωνος
Επίθετο επεξεργασία
γυναικόφωνος, -η / -ος, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυναικόφωνος
|
γυναικόφωνος, -η / -ος, -ο
|