Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνήτης < γυμνάζω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνήτης-ου ( και γυμνής-ῆτος)

  1. ο γυμνός
  2. ο ψιλός, ο ελαφρά οπλισμένος
  3. στο Άργος, ο δούλος