Δείτε επίσης: γυμνῆς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝiˈmnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυ‐μνής

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γυμνής



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γυμνής οἱ γυμνῆτες
      γενική τοῦ γυμνῆτος τῶν γυμνήτων
      δοτική τῷ γυμνῆτ τοῖς γυμνῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γυμνῆτ τοὺς γυμνῆτᾰς
     κλητική ! γυμνής γυμνῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γυμνῆτε
γεν-δοτ τοῖν  γυμνήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυμνής < γυμνός + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυμνής αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη γυμνός

  Πηγές επεξεργασία