Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρουσουζεύω < γρουσούζ(ης) + -εύω < τουρκική uğursuz < τουρκική uğur < παλαιά τουρκικά oğur / uğur < πρωτοτουρκική

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾu.suˈze.vo/

  Ρήμα επεξεργασία

γρουσουζεύω (παθητική φωνή: γρουσουζεύομαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία