γρι γρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρι γρι < (ηχομιμητική λέξη)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γρι γρι ουδέτερο άκλιτο
- (ναυτικός όρος) αλιευτικό σκάφος (πρωτοκάικο) που ρυμουλκεί κάποιο μικρότερο και χρησιμοποιείται για ημερήσιο ή νυχτερινό ψάρεμα με πυροφάνι
- (αλιεία) μεγάλο δίχτυ που κλείνει στο κάτω μέρος του και με το οποίο ψαρεύονται αφρόψαρα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρι γρι