Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αφρόψαρο τα αφρόψαρα
      γενική του αφρόψαρου των αφρόψαρων
    αιτιατική το αφρόψαρο τα αφρόψαρα
     κλητική αφρόψαρο αφρόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφρόψαρο < αφρό- + -ψαρο[1][2]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αφρόψαρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία