Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γριπωμένος η γριπωμένη το γριπωμένο
      γενική του γριπωμένου της γριπωμένης του γριπωμένου
    αιτιατική τον γριπωμένο τη γριπωμένη το γριπωμένο
     κλητική γριπωμένε γριπωμένη γριπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γριπωμένοι οι γριπωμένες τα γριπωμένα
      γενική των γριπωμένων των γριπωμένων των γριπωμένων
    αιτιατική τους γριπωμένους τις γριπωμένες τα γριπωμένα
     κλητική γριπωμένοι γριπωμένες γριπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γριπωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γριπώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

γριπωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία