γρανιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γρανιτικός < γαλλική granitique < granite (γρανίτης)
Επίθετο επεξεργασία
γρανιτικός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) που περιέχει γρανίτη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γρανίτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
γρανιτικός