Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραμμοκώδικας οι γραμμοκώδικες
      γενική του γραμμοκώδικα των γραμμοκωδίκων
    αιτιατική τον γραμμοκώδικα τους γραμμοκώδικες
     κλητική γραμμοκώδικα γραμμοκώδικες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γραμμοκώδικας

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμμοκώδικας < γραμμή + -ο- + κώδικας ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική barcode)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραμμοκώδικας αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία