Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραμμοειδής η γραμμοειδής το γραμμοειδές
      γενική του γραμμοειδούς* της γραμμοειδούς του γραμμοειδούς
    αιτιατική τον γραμμοειδή τη γραμμοειδή το γραμμοειδές
     κλητική γραμμοειδή(ς) γραμμοειδής γραμμοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραμμοειδείς οι γραμμοειδείς τα γραμμοειδή
      γενική των γραμμοειδών των γραμμοειδών των γραμμοειδών
    αιτιατική τους γραμμοειδείς τις γραμμοειδείς τα γραμμοειδή
     κλητική γραμμοειδείς γραμμοειδείς γραμμοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμμοειδής < ελληνιστική κοινή γραμμοειδής

  Επίθετο επεξεργασία

γραμμοειδής, -ής, -ές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία