γραμματεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γραμματεία < (ελληνιστική κοινή) γραμματεία < γραμματεύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
γραμματεία θηλυκό
- το σύνολο των έργων του γραπτού λόγου που γράφτηκαν σε μια γλώσσα σε μια ιστορική περίοδο
- διοικητική υπηρεσία ενός οργανισμού
- οι φοιτητές να προσέλθουν στη γραμματεία της σχολής για να τακτοποιήσουν την εγγραφή τους στα μαθήματα του επόμενου εξαμήνου