Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γραμματεία οι γραμματείες
      γενική της γραμματείας των γραμματειών
    αιτιατική τη γραμματεία τις γραμματείες
     κλητική γραμματεία γραμματείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμματεία < (ελληνιστική κοινή) γραμματεία < γραμματεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραμματεία θηλυκό

  1. το σύνολο των έργων του γραπτού λόγου που γράφτηκαν σε μια γλώσσα σε μια ιστορική περίοδο
     συνώνυμα: λογοτεχνία
  2. διοικητική υπηρεσία ενός οργανισμού
    οι φοιτητές να προσέλθουν στη γραμματεία της σχολής για να τακτοποιήσουν την εγγραφή τους στα μαθήματα του επόμενου εξαμήνου

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία