γοφάρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γοφάρι | τα | γοφάρια |
γενική | του | γοφαριού | των | γοφαριών |
αιτιατική | το | γοφάρι | τα | γοφάρια |
κλητική | γοφάρι | γοφάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γοφάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γομφάριον με απλοποίηση [mf] > [ff] > [f], υποκοριστικό < ελληνιστική κοινή γόμφ(ος) + -άριον (-άρι) [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣoˈfa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐φά‐ρι
Ουσιαστικό επεξεργασία
γοφάρι
- το ψάρι του είδους Τεμνόδους ο άλτης (Pomatomus saltatrix) που μοιάζει με λαβράκι
- → δείτε το παράθεμα στο γουφάρι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γοφάρι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γοφάρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .