Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η γουνοποιός οι γουνοποιοί
      γενική του/της γουνοποιού των γουνοποιών
    αιτιατική τον/τη γουνοποιό τους/τις γουνοποιούς
     κλητική γουνοποιέ γουνοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουνοποιός < γούν(α) + -ο- + -ποιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣu.no.piˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γου‐νο‐ποι‐ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουνοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία