Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουιντσέρφερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική windsurfer < wind, άνεμος, και surf, καβαλάω τα κύματα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουιντσέρφερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία