Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονατώδης η γονατώδης το γονατώδες
      γενική του γονατώδους της γονατώδους του γονατώδους
    αιτιατική τον γονατώδη τη γονατώδη το γονατώδες
     κλητική γονατώδη(ς) γονατώδης γονατώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονατώδεις οι γονατώδεις τα γονατώδη
      γενική των γονατωδών των γονατωδών των γονατωδών
    αιτιατική τους γονατώδεις τις γονατώδεις τα γονατώδη
     κλητική γονατώδεις γονατώδεις γονατώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονατώδης < γόνατο + -ώδης

  Επίθετο επεξεργασία

γονατώδης, -ης, -ες

  • σχετικός με γόνατο

  Μεταφράσεις επεξεργασία