Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γοναδοτροπίνη οι γοναδοτροπίνες
      γενική της γοναδοτροπίνης των γοναδοτροπινών
    αιτιατική τη γοναδοτροπίνη τις γοναδοτροπίνες
     κλητική γοναδοτροπίνη γοναδοτροπίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γοναδοτροπίνη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γοναδοτροπίνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία