γλωσσηματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσηματικός < ελληνιστική κοινή γλωσσηματικός < αρχαία ελληνική γλώσσημα < γλῶσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs
Επίθετο επεξεργασία
γλωσσηματικός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσηματικός
|