γλωσσαμύντορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλωσσαμύντορας | οι | γλωσσαμύντορες |
γενική | του | γλωσσαμύντορα | των | γλωσσαμυντόρων |
αιτιατική | τον | γλωσσαμύντορα | τους | γλωσσαμύντορες |
κλητική | γλωσσαμύντορα | γλωσσαμύντορες | ||
Δείτε επίσης το λόγιο «γλωσσαμύντωρ» | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλωσσαμύντορας < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γλωσσαμύντ(ωρ) + -ορας
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣlo.saˈmin.do.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλωσ‐σα‐μύ‐ντωρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλωσσαμύντορας αρσενικό
- (ειρωνικό) ο υπέρμαχος της καθαρεύουσας [1]
- → δείτε τη λέξη καθαρευουσιάνος
- ≠ αντώνυμα: μαλλιαρός
- (γενικότερα) που θεωρεί τον εαυτό του υπερασπιστή της γλώσσας [2]
- ※ Παλιός γιατροφιλόσοφος και γλωσσαμύντορας ο πατέρας του, λεγόταν Μπεγιάζης, (μπεγιάζ τουρκικά σημαίνει άσπρος) άλλαξε το όνομά του και το έκανε Λευκίας. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Μεταίχμιο, 1977 [1])
Άλλες μορφές επεξεργασία
- γλωσσαμύντωρ (λόγιο)
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλωσσαμύντορας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γλωσσαμύντορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «γλωσσαμύντορας» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)