Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλωσσαλγία οι γλωσσαλγίες
      γενική της γλωσσαλγίας των γλωσσαλγιών
    αιτιατική τη γλωσσαλγία τις γλωσσαλγίες
     κλητική γλωσσαλγία γλωσσαλγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσαλγία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλωσσαλγία. Συγχρονικά αναλύεται σε γλωσσ- + -αλγία
για τον ιατρικό όρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣlo.salˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλωσ‐σαλ‐γί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσαλγία θηλυκό

  1. (ιατρική, κυριολεκτικά) πόνος στη γλώσσα
    Κατά την ιατρική, η γλωσσαλγία είναι παθολογικό φαινόμενο που αποτελεί ιδιάζουσα μορφή νευραλγίας του τριδύμου νεύρου ή μπορεί να οφείλεται σε τοπικά αίτια όπως πίεση, ανάπτυξη όγκου, φλεγμονή κλπ.
  2. (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) φλυαρία, πολυλογία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γλώσσα και άλγος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλωσσαλγί αἱ γλωσσαλγίαι
      γενική τῆς γλωσσαλγίᾱς τῶν γλωσσαλγιῶν
      δοτική τῇ γλωσσαλγί ταῖς γλωσσαλγίαις
    αιτιατική τὴν γλωσσαλγίᾱν τὰς γλωσσαλγίᾱς
     κλητική ! γλωσσαλγί γλωσσαλγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλωσσαλγί
γεν-δοτ τοῖν  γλωσσαλγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσαλγία < (γλῶσσα) + γλωσσ- + -αλγία (ἄλγος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσαλγία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία