Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλυκούλης η γλυκούλα το γλυκούλικο
      γενική του γλυκούλη της γλυκούλας του γλυκούλικου
    αιτιατική τον γλυκούλη τη γλυκούλα το γλυκούλικο
     κλητική γλυκούλη γλυκούλα γλυκούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλυκούληδες οι γλυκούλες τα γλυκούλικα
      γενική των γλυκούληδων των γλυκούλικων
    αιτιατική τους γλυκούληδες τις γλυκούλες τα γλυκούλικα
     κλητική γλυκούληδες γλυκούλες γλυκούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκούλης < γλυκ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Επίθετο επεξεργασία

γλυκούλης, -α, -ο

  1. (χαϊδευτικό) για κάποιον
    Τι γλυκούλης που είναι ο γιος της Μαρίας!
  2. κάπως θελκτικός
    Δεν ξετρελάθηκα με αυτόν που μου κουβάλησε η Μαρία. Ούτε ωραίος, ούτε σέξι, ε, γλυκούλης θα έλεγα, όμως αυτό δεν φτάνει,ε;

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία