Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλυκοσαλιάζω < γλυκο- + σαλιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

γλυκοσαλιάζω

  1. ποθώ πολύ κάτι, μου τρέχουν τα σάλια γι’ αυτό
  2. (κατ’ επέκταση) ερωτοτροπώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία