γλεντοκόπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλεντοκόπος < γλεντοκοπ(ώ) + -ος. Αναλύεται σε γλεντο- + -κόπος.
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλεντοκόπος αρσενικό
- ο γλεντζές
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλεντοκόπος
γλεντοκόπος αρσενικό