γλαρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλαρός | η | γλαρή | το | γλαρό |
γενική | του | γλαρού | της | γλαρής | του | γλαρού |
αιτιατική | τον | γλαρό | τη | γλαρή | το | γλαρό |
κλητική | γλαρέ | γλαρή | γλαρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλαροί | οι | γλαρές | τα | γλαρά |
γενική | των | γλαρών | των | γλαρών | των | γλαρών |
αιτιατική | τους | γλαρούς | τις | γλαρές | τα | γλαρά |
κλητική | γλαροί | γλαρές | γλαρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γλαρός < αρχαία ελληνική ἱλαρός
Επίθετο επεξεργασία
γλαρός
- ήρεμος, γαλήνιος
- (για μάτια) ονειροπόλος
- (μεταφορικά) έξυπνος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλαρός