Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλίστρα οι γλίστρες
      γενική της γλίστρας
    αιτιατική τη γλίστρα τις γλίστρες
     κλητική γλίστρα γλίστρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλίστρα < γλιστρώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλίστρα θηλυκό και γλύστρα

  1. οποιοσδήποτε ολισθηρός τόπος
  2. (λαϊκότροπο): παράλιο μέρος κατάλληλα διαμορφωμένο για την ομαλή καθέλκυση / ανέλκυση σκαφών από τρέιλερ
  3. γλίστρημα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • πήρα μια γλίστρα στον πάγο που κόντευα να σκοτωθώ, (= γλίστρησα στον πάγο)
  • έφαγα μια γλίστρα από το ρύζι που είχε πέσει στο πεζοδρόμιο (= γλίστρησα από το ρύζι)

  Μεταφράσεις επεξεργασία