Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλάσο < γλασάρω < ιταλική glassare (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλάσο ουδέτερο και γκλάσο

  Μεταφράσεις επεξεργασία