γκραν πρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκραν πρι < γαλλική φράση grand prix
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκραν πρι ουδέτερο άκλιτο
- μεγάλη διοργάνωση με αγώνες ταχύτητας και επιδεξιότητας οδηγών αυτοκινήτων, ράλι, κυρίως του Μονακό
- μεγάλο βραβείο σε διάφορες οργανώσεις (άλλα ράλι, όμως και σε ποικίλες δραστηριότητες, π.χ. γραν πρι σε κινηματογραφικά φεστιβάλ, σε διαγωνισμό σκακιού κ.λπ.)
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκραν πρι