Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκραβούρα οι γκραβούρες
      γενική της γκραβούρας των γκραβούρων
    αιτιατική την γκραβούρα τις γκραβούρες
     κλητική γκραβούρα γκραβούρες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκραβούρα < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική gravure [1] < graver (χαράσσω) < φραγκικά *graban < πρωτογερμανική *grabaną. Συγγενές με την αγγλική grave

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκραβούρα θηλυκό

  1. μέθοδος χαρακτικής πάνω σε ένα σκληρό υλικό, συνήθως χρησιμοποιούμενη από καλλιτέχνες.
  2. το έργο τέχνης που παράγεται από την ομώνυμη μέθοδο.
  3. (ηλεκτρονική) η πράξη κατά την οποία αφαιρείται ένα υλικό που καλύπτει ένα σκληρό υπόστρωμα, σύμφωνα με ένα σχέδιο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία