γκουλάγκ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκουλάγκ ουδέτερο άκλιτο ή γκούλαγκ
- στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην πρώην Ε.Σ.Σ.Δ., όπου εξορίζονταν οι πάσης φύσεως αντιφρονούντες πολιτικοί κρατούμενοι, ύποπτοι
- αρκτικόλεξο της σοβιετικής υπηρεσίας που επόπτευε τα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γκουλάγκ στη Βικιπαίδεια