Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκλομπ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκλομπ ουδέτερο άκλιτο

  • ραβδί που χρησιμοποιείται ως όπλο, κυρίως από αστυνομικούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία