γκλαμουράτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκλαμουράτος < γκλάμουρ + -άτος. Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɡla.muˈɾa.tos/
- {{συλλ|γκλα|μου|ρά|τος
Επίθετο επεξεργασία
γκλαμουράτος, -η, -ο
- (αργκό, ειρωνικό) (σαρκαστικά) που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από γκλαμουριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκλαμουράτος αρσενικό
- (αργκό, ειρωνικό) που είναι γκλαμουράτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκλαμουράτος
|
Πηγές επεξεργασία
- γκλαμουράτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)