Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκιαούρης οι γκιαούρηδες
      γενική του γκιαούρη των γκιαούρηδων
    αιτιατική τον γκιαούρη τους γκιαούρηδες
     κλητική γκιαούρη γκιαούρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκιαούρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική gâvur + -ης < περσική گاور (gäur, gäbr, πυρολάτρης),[1] παλαιότερη μορφή του گبر

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɟaˈu.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκια‐ού‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκιαούρης αρσενικό (θηλυκό γκιαούρισσα)

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη άπιστος

  Αναφορές επεξεργασία