γκιαούρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκιαούρης < (άμεσο δάνειο) τουρκική gâvur + -ης < περσική گاور (gäur, gäbr, πυρολάτρης),[1] παλαιότερη μορφή του گبر
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɟaˈu.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκια‐ού‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκιαούρης αρσενικό (θηλυκό γκιαούρισσα)
- (χαρακτηρισμός από τους Τούρκους) υβριστική ονομασία των μη μουσουλμάνων, των απίστων χριστιανών
Ταυτόσημο επεξεργασία
- γκιαούρ (άκλιτο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
→ δείτε και τη λέξη άπιστος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ γκιαούρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας