γκαφάλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαφάλι | τα | γκαφάλια |
γενική | του | γκαφαλιού | των | γκαφαλιών |
αιτιατική | το | γκαφάλι | τα | γκαφάλια |
κλητική | γκαφάλι | γκαφάλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκαφάλι < τουρκική kafa < αραβική قفاء (ḳafā) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *glēb(h)- (πβ. αλβανικά qafë (=λαιμός, σβέρκος)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαφάλι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) (θεσσαλικό) απαξιωτικός χαρακτηρισμός για άτομο αμόρφωτο και μειωμένης αντίληψης, με έλλειψη γούστου και φινέτσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαφάλι
|