Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκανγκστερισμός οι γκανγκστερισμοί
      γενική του γκανγκστερισμού των γκανγκστερισμών
    αιτιατική τον γκανγκστερισμό τους γκανγκστερισμούς
     κλητική γκανγκστερισμέ γκανγκστερισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκανγκστερισμός < γκάνγκστερ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκανγκστερισμός αρσενικό

  1. η παράνομη δραστηριότητασ που παραπέμπει στο οργανωμένο έγκλημα του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ (για τις σύγχονες συμμορίες των ΗΠΑ, χρησιμοποιείται συνήθως η λέξη παράνομες ομάδες, συμμορίες, οργανωμένο έγκλημα, πόλεμος συμμοριών κ.λπ.)
  2. η παράνομη δραστηριότητα που θυμίζει εκείνον τον τύπο οργανωμένου εγκλήματος οπουδήποτε κι αν παρατηρείται αυτή
  3. η διαπλοκή που καταλήγει σε αρπαγή, η έμμεση καταλήστευση, όταν μετέχουν πάνω από ένα άτομο σε ένα είδος συνωμοσίας εις βάρος ατόμου ή κοινωνικής ομάδας

  Μεταφράσεις επεξεργασία