Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαμπί < γαλλική gambit < ιταλική gambetto < gamba < υστερολατινική gamba < αρχαία ελληνική καμπή (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂emp- (κάμπτω, λυγίζω) < *kh₂em-

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /gamˈbi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γκα‐μπί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαμπί ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία