Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαζώνω < γκάζ(ι) + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɡaˈzo.no/

  Ρήμα επεξεργασία

γκαζώνω, αόρ.: γκάζωσα, παθ.φωνή: γκαζώνομαι, π.αόρ.: γκαζώθηκα, μτχ.π.π.: γκαζωμένος

  1. πατάω απότομα γκάζι και επιταχύνω ξαφνικά το όχημά μου
  2. (μεταφορικά) οδηγώ πολύ γρήγορα και επικίνδυνα
  3. (μεταφορικά) μαλώνω κάποιον άδικα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία