Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιούνισεξ < αγγλική unisex

  Επίθετο επεξεργασία

γιούνισεξ άκλιτο

  • που ταιριάζει και στα δύο φύλα
ρούχα γιούνισεξ