Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουχάρω < γιούχα + -άρω

  Ρήμα επεξεργασία

γιουχάρω και γιουχαΐζω

  • αποδοκιμάζω με φωνές
    Όταν οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας μπήκαν στο γήπεδο όλοι οι φίλαθλοι άρχισαν να τους γιουχάρουν.

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία