Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιουτόσχοινο τα γιουτόσχοινα
      γενική του γιουτόσχοινου των γιουτόσχοινων
    αιτιατική το γιουτόσχοινο τα γιουτόσχοινα
     κλητική γιουτόσχοινο γιουτόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιουτόσχοινο < Γιούτα + σχοινί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιουτόσχοινο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία