Δείτε επίσης: Κατηγορία: Ιαπωνική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιαπωνέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γιαπωνέζικος, στον πληθυντικό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιαπωνέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

γιαπωνέζικα και ιαπωνικά

  • χρησιμοποιώντας την ιαπωνική γλώσσα

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γιαπωνέζικα