Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωφαγία οι γεωφαγίες
      γενική της γεωφαγίας των γεωφαγιών
    αιτιατική τη γεωφαγία τις γεωφαγίες
     κλητική γεωφαγία γεωφαγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωφαγία < γεω- + -φαγία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωφαγία θηλυκό, χωρίς πληθυντικό

  • η πρακτική του φαγώματος της γης ή χωματωδών τύπου υποστρωμάτων όπως ο πηλός και η κιμωλία (ανθρακικό ασβέστιο). Μπορεί να είναι είτε παθολογική συμπεριφορά είτε φυσιολογική ανάλογα με την περίπτωση και εμφανίζεται και σε μη-ανθρώπινους οργανισμούς.

  Μεταφράσεις επεξεργασία