γεωγλυφικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωγλυφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεωγλυφικός < γεω- + -γλυφικός, (όπως η αρχαία ελληνική γλυφικός) κατά το ιερογλυφικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική geoglyph < geo- < αρχαία ελληνική γεω- (γῆ) + glyph < αρχαία ελληνική γλυφή → δείτε τη λέξη γλύφω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝe.o.ɣli.fiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐ω‐γλυ‐φι‐κό
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωγλυφικό ουδέτερο
- (κυρίως αρχαιολογία) σχήμα που έχει σχεδιαστεί στο έδαφος με φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος (με πέτρες / χώμα ή χαλίκια που έχουν μετακινηθεί)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πετρόγλυφο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- λιθογλυφικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Η ετυμολογία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)