Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γεωγλυφικό τα γεωγλυφικά
      γενική του γεωγλυφικού των γεωγλυφικών
    αιτιατική το γεωγλυφικό τα γεωγλυφικά
     κλητική γεωγλυφικό γεωγλυφικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Πελεκάνος, ένα από τα γεωγλυφικά (Γραμμές της Νάζκα) στο Περού, ορατά μόνο από μεγάλο ύψος.

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωγλυφικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γεωγλυφικός < γεω- + -γλυφικός, (όπως η αρχαία ελληνική γλυφικός) κατά το ιερογλυφικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για την αγγλική geoglyph < geo- < αρχαία ελληνική γεω- (γῆ) + glyph < αρχαία ελληνική γλυφή → δείτε τη λέξη γλύφω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.o.ɣli.fiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐γλυ‐φι‐κό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωγλυφικό ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Η ετυμολογία (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)