Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεφυρωτής οι γεφυρωτές
      γενική του γεφυρωτή των γεφυρωτών
    αιτιατική τον γεφυρωτή τους γεφυρωτές
     κλητική γεφυρωτή γεφυρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεφυρωτής < αρχαία ελληνική γεφυρωτής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεφυρωτής αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γεφυρωτής οἱ γεφυρωταί
      γενική τοῦ γεφυρωτοῦ τῶν γεφυρωτῶν
      δοτική τῷ γεφυρωτ τοῖς γεφυρωταῖς
    αιτιατική τὸν γεφυρωτήν τοὺς γεφυρωτᾱ́ς
     κλητική ! γεφυρωτᾰ́ γεφυρωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γεφυρωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  γεφυρωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεφυρωτής < γεφυρόω < γέφυρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεφυρωτής