γερουσιαστίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γερουσιαστίνα | οι | γερουσιαστίνες |
γενική | της | γερουσιαστίνας | — | |
αιτιατική | τη | γερουσιαστίνα | τις | γερουσιαστίνες |
κλητική | γερουσιαστίνα | γερουσιαστίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γερουσιαστίνα < γερουσιαστής + κατάληξη θηλυκού -ίνα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γερουσιαστίνα θηλυκό
- θηλυκό του γερουσιαστής
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γερουσιαστίνα
|