γενοβέζικων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
γενοβέζικων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γενοβέζικος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γενοβέζικος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενοβέζικος
γενοβέζικων