Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γενναιόκαρδος η γενναιόκαρδη το γενναιόκαρδο
      γενική του γενναιόκαρδου της γενναιόκαρδης του γενναιόκαρδου
    αιτιατική τον γενναιόκαρδο τη γενναιόκαρδη το γενναιόκαρδο
     κλητική γενναιόκαρδε γενναιόκαρδη γενναιόκαρδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γενναιόκαρδοι οι γενναιόκαρδες τα γενναιόκαρδα
      γενική των γενναιόκαρδων των γενναιόκαρδων των γενναιόκαρδων
    αιτιατική τους γενναιόκαρδους τις γενναιόκαρδες τα γενναιόκαρδα
     κλητική γενναιόκαρδοι γενναιόκαρδες γενναιόκαρδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενναιόκαρδος < γενναίος + καρδιά

  Επίθετο επεξεργασία

γενναιόκαρδος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία