γενικολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενικολογία < γενικόλογος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γενικολογία θηλυκό
- η γενική και αόριστη αναφορά σε ένα θέμα
- άσε τις γενικολογίες και πες μας συγκεκριμένα τι πρέπει να κάνουμε
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενικολογία