γενεσιουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενεσιουργός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γενεσιουργός < γένεσι(ς) + -ουργός (< γίγνομαι) + ἔργον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣe.ne.si.uɾˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γε‐νε‐σι‐ουρ‐γός
Επίθετο επεξεργασία
γενεσιουργός, -ός/-ή, -ός
- (λόγιο) που έχει ως αποτέλεσμα τη γένεση ενός πράγματος
- ↪ αναζητούμε τα γενεσιουργά αίτια της σχολικής βίας
Συγγενικά επεξεργασία
- γενεσιουργία
- → δείτε τις λέξεις γίνομαι και έργο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενεσιουργός